- πιάνω
- έπιασα, πιάστηκα, πιασμένος1. μτβ., κρατώ κάτι με το χέρι, αγγίζω: Πιάσε από το χέρι το παιδί. – Μην πιάνεις το σκυλί.2. συλλαμβάνω, παγιδεύω: Πιάσανε το φτωχό να κλέβει. – Πιάστηκε ο λύκος στο δόκανο.3. σταματώ, συναντώ: Πιάσε τον ίδιο τον καθηγητή και μίλησέ του.4. αρχίζω: Έπιασε τη συζήτηση.5. λογαριάζω, υπολογίζω: Πιάσε στο λογαριασμό κι αυτά τα χρήματα.6. εισπράττω, κερδίζω: Το μαγαζί δεν πιάνει ούτε τα έξοδά του.7. αμτβ., πλησιάζω, αγκυροβολώ: Το πλοίο πιάνει κάθε δέκα μέρες στο νησί.8. πετυχαίνω, φυτρώνω, ριζοβολώ: Πιάσανε όλα τα δέντρα που φυτέψαμε.9. αρχίζω, παρουσιάζομαι: Έπιασαν τα κρύα.10. το μέσ., πιάνομαι κρατιέμαι από κάπου: Ο πνιγμένος απ' τα μαλλιά του πιάνεται (παροιμ.).11. φιλονικώ, έρχομαι στα χέρια, μαλώνω με κάποιον: Παραλίγο να πιαστούμε.12. παθαίνω παράλυση, αγκύλωση, μούδιασμα: Πιάστηκαν τα πόδια μου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.